Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Σφήττιος
σφι(ν)
σφίγγω
Σφίγξ
σφίσι(ν)
σφόδρα
σφοδρός
σφοδρότης
σφοδρῡ́νομαι
σφονδῡ́λη
σφονδύλια
σφόνδυλος
σφός
σφρᾱγῑ́διον
σφρᾱγῑδονυχαργοκομήτης
σφρᾱγίζω
σφρᾱγῑ́ς
σφρᾱ́γισμα
σφριγάω
σφυγμός
σφυδόομαι
View word page
σφονδύλια
σφονδύλιαωνn.pldimin.σφόνδυλος vertebraeIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σφονδύλια
Headword (normalized):
σφονδύλια
Headword (normalized/stripped):
σφονδυλια
IDX:
38973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38974
Key:
σφονδύλια

Data

{'headword_display': '<b>σφονδύλια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σφονδύλια</HL><Infl>ων</Infl><PS>n.pl</PS><Ety>dimin.<Ref>σφόνδυλος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>vertebrae</Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σφονδύλια'}