Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σφηνόομαι
σφήξ
Σφήττιος
σφι(ν)
σφίγγω
Σφίγξ
σφίσι(ν)
σφόδρα
σφοδρός
σφοδρότης
σφοδρῡ́νομαι
σφονδῡ́λη
σφονδύλια
σφόνδυλος
σφός
σφρᾱγῑ́διον
σφρᾱγῑδονυχαργοκομήτης
σφρᾱγίζω
σφρᾱγῑ́ς
σφρᾱ́γισμα
σφριγάω
View word page
σφοδρῡ́νομαι
σφοδρῡ́νομαιpass.vb gain excessive strengthconfidencew.dat.fr. a weak stratagemA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σφοδρῡ́νομαι
Headword (normalized):
σφοδρῡ́νομαι
Headword (normalized/stripped):
σφοδρυνομαι
IDX:
38971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38972
Key:
σφοδρῡ́νομαι

Data

{'headword_display': '<b>σφοδρῡ́νομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σφοδρῡ́νομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>gain excessive strength<or/>confidence</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>fr. a weak stratagem<Au>A.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'σφοδρῡ́νομαι'}