Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σφέλας
σφενδάμνινος
σφενδονάω
σφενδόνη
σφενδόνησις
σφενδονήτης
σφενδονητικός
σφεός
σφετερίζω
σφετερισμός
σφετεριστής
σφέτερος
σφέων
σφηκιᾱ́
σφηκίσκος
σφηκόομαι
σφηκώδης
σφήκωμα
σφῆλα
σφήν
σφηνόομαι
View word page
σφετεριστής
σφετεριστήςοῦm appropriatorof a state's property, opp. a guardian of itArist.

ShortDef

an appropriator

Debugging

Headword:
σφετεριστής
Headword (normalized):
σφετεριστής
Headword (normalized/stripped):
σφετεριστης
IDX:
38951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38952
Key:
σφετεριστής

Data

{'headword_display': '<b>σφετεριστής</b>', 'content': "<NE><HG><HL>σφετεριστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>appropriator<Expl>of a state's property, opp. a guardian of it</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>", 'key': 'σφετεριστής'}