Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σφεῖς
σφέλας
σφενδάμνινος
σφενδονάω
σφενδόνη
σφενδόνησις
σφενδονήτης
σφενδονητικός
σφεός
σφετερίζω
σφετερισμός
σφετεριστής
σφέτερος
σφέων
σφηκιᾱ́
σφηκίσκος
σφηκόομαι
σφηκώδης
σφήκωμα
σφῆλα
σφήν
View word page
σφετερισμός
σφετερισμόςοῦm personal gainArist.

ShortDef

appropriation

Debugging

Headword:
σφετερισμός
Headword (normalized):
σφετερισμός
Headword (normalized/stripped):
σφετερισμος
IDX:
38950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38951
Key:
σφετερισμός

Data

{'headword_display': '<b>σφετερισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σφετερισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>personal gain</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σφετερισμός'}