Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σφαραγίζω
σφάττω
σφεδανός
σφεῖς
σφέλας
σφενδάμνινος
σφενδονάω
σφενδόνη
σφενδόνησις
σφενδονήτης
σφενδονητικός
σφεός
σφετερίζω
σφετερισμός
σφετεριστής
σφέτερος
σφέων
σφηκιᾱ́
σφηκίσκος
σφηκόομαι
σφηκώδης
View word page
σφενδονητικός
σφενδονητικός ή όνadj of the skillof slingingPl.

ShortDef

of or for slinging

Debugging

Headword:
σφενδονητικός
Headword (normalized):
σφενδονητικός
Headword (normalized/stripped):
σφενδονητικος
IDX:
38947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38948
Key:
σφενδονητικός

Data

{'headword_display': '<b>σφενδονητικός </b>', 'content': '<AE><HG><HL>σφενδονητικός </HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the skill</Indic><Tr>of slinging</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σφενδονητικός'}