Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σφαίρισις
σφαιριστήριον
σφαιροειδής
σφαιρομαχέω
σφαῖρος
σφαιρόομαι
σφαιρωτός
σφακελίζω
σφάκελος
σφάκος
σφακτός
σφαλερός
σφάλλω
σφάλμα
σφᾱ́ξ
σφαραγέομαι
σφαραγίζω
σφάττω
σφεδανός
σφεῖς
σφέλας
View word page
σφακτός
σφακτόςή όνadjσφάζωof personsslaughteredE.

ShortDef

slain, slaughtered

Debugging

Headword:
σφακτός
Headword (normalized):
σφακτός
Headword (normalized/stripped):
σφακτος
IDX:
38931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38932
Key:
σφακτός

Data

{'headword_display': '<b>σφακτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σφακτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σφάζω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>slaughtered</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σφακτός'}