Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σφάζω
σφαῖρα
σφαιρηδόν
σφαιρίζω
σφαίρισις
σφαιριστήριον
σφαιροειδής
σφαιρομαχέω
σφαῖρος
σφαιρόομαι
σφαιρωτός
σφακελίζω
σφάκελος
σφάκος
σφακτός
σφαλερός
σφάλλω
σφάλμα
σφᾱ́ξ
σφαραγέομαι
σφαραγίζω
View word page
σφαιρωτός
σφαιρωτόςή όνadj of a javelin or spear used for practicebuttonedX.

ShortDef

with a button at the end

Debugging

Headword:
σφαιρωτός
Headword (normalized):
σφαιρωτός
Headword (normalized/stripped):
σφαιρωτος
IDX:
38927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38928
Key:
σφαιρωτός

Data

{'headword_display': '<b>σφαιρωτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σφαιρωτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a javelin or spear used for practice</Indic><Tr>buttoned</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σφαιρωτός'}