Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σφαγίς
σφαδᾴζω
σφαδᾳσμός
σφάζω
σφαῖρα
σφαιρηδόν
σφαιρίζω
σφαίρισις
σφαιριστήριον
σφαιροειδής
σφαιρομαχέω
σφαῖρος
σφαιρόομαι
σφαιρωτός
σφακελίζω
σφάκελος
σφάκος
σφακτός
σφαλερός
σφάλλω
σφάλμα
View word page
σφαιρομαχέω
σφαιρομαχέωcontr.vbμάχομαι fight with glovespractise boxing, sparPl. Men. Plb.

ShortDef

spar with the σφαῖραι (σφαῖρα 4)

Debugging

Headword:
σφαιρομαχέω
Headword (normalized):
σφαιρομαχέω
Headword (normalized/stripped):
σφαιρομαχεω
IDX:
38924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38925
Key:
σφαιρομαχέω

Data

{'headword_display': '<b>σφαιρομαχέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σφαιρομαχέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>μάχομαι</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>fight with gloves</Def><Tr>practise boxing, spar</Tr><Au>Pl. Men. Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'σφαιρομαχέω'}