Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συφορβός
συχνός
σφαγεῖον
σφαγεύς
σφαγή
σφαγιάζω
σφαγιασμός
σφάγιον
σφαγίς
σφαδᾴζω
σφαδᾳσμός
σφάζω
σφαῖρα
σφαιρηδόν
σφαιρίζω
σφαίρισις
σφαιριστήριον
σφαιροειδής
σφαιρομαχέω
σφαῖρος
σφαιρόομαι
View word page
σφαδᾳσμός
σφαδᾳσμόςοῦm bodily spasmconvulsionPl.

ShortDef

spasm, convulsion

Debugging

Headword:
σφαδᾳσμός
Headword (normalized):
σφαδᾳσμός
Headword (normalized/stripped):
σφαδασμος
IDX:
38916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38917
Key:
σφαδᾳσμός

Data

{'headword_display': '<b>σφαδᾳσμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σφαδᾳσμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>bodily spasm</Def><Tr>convulsion</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σφαδᾳσμός'}