Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συστρατιώτης
συστρατοπεδεύω
σύστρεμμα
συστρέφω
συστροφή
συσφάζομαι
συσχολάζω
σύτο
σῦφαρ
συφεός
συφορβός
συχνός
σφαγεῖον
σφαγεύς
σφαγή
σφαγιάζω
σφαγιασμός
σφάγιον
σφαγίς
σφαδᾴζω
σφαδᾳσμός
View word page
συφορβός
συφορβόςmseeὑφορβός

ShortDef

a swineherd

Debugging

Headword:
συφορβός
Headword (normalized):
συφορβός
Headword (normalized/stripped):
συφορβος
IDX:
38906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38907
Key:
συφορβός

Data

{'headword_display': '<b>συφορβός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>συφορβός</HL><PS>m</PS></HG><XR>see<Ref>ὑφορβός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'συφορβός'}