Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύω
σύστρεμμα
συστρέφω
συστροφή
συσφάζομαι
συσχολάζω
σύτο
σῦφαρ
συφεός
συφορβός
συχνός
σφαγεῖον
σφαγεύς
σφαγή
σφαγιάζω
σφαγιασμός
σφάγιον
σφαγίς
σφαδᾴζω
View word page
συφεός
συφεόςalsoσυφειόςοῦmreltd.συφορβός pig-styOd. Thphr.cj. συφεόνδεadvto the pig-styOd.

ShortDef

a hog-sty

Debugging

Headword:
συφεός
Headword (normalized):
συφεός
Headword (normalized/stripped):
συφεος
IDX:
38905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38906
Key:
συφεός

Data

{'headword_display': '<b>συφεός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συφεός</HL><VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>συφειός</FmHL></VL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety>reltd.<Ref>συφορβός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>pig-sty</Tr><Au>Od. Thphr.<LblR>cj.</LblR></Au></nS1> <Adv><vHG><HL>συφεόνδε</HL><PS>adv</PS></vHG><advS1><Tr>to the pig-sty</Tr><Au>Od.</Au></advS1> </Adv></NE>', 'key': 'συφεός'}