Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύω
σύστρεμμα
συστρέφω
συστροφή
συσφάζομαι
συσχολάζω
σύτο
σῦφαρ
συφεός
συφορβός
συχνός
σφαγεῖον
σφαγεύς
σφαγή
σφαγιάζω
σφαγιασμός
σφάγιον
View word page
σύτο
σύτο
ep.3sg.athem.aor.mid.
see
σεύω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σύτο
Headword (normalized):
σύτο
Headword (normalized/stripped):
συτο
IDX:
38903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38904
Key:
σύτο
Data
{'headword_display': '<b>σύτο</b>', 'content': '<XE><RefFm>σύτο<LblR>ep.3sg.athem.aor.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>σεύω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σύτο'}