Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύστομος
συστρατείᾱ
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύω
σύστρεμμα
συστρέφω
συστροφή
συσφάζομαι
συσχολάζω
σύτο
σῦφαρ
συφεός
συφορβός
συχνός
σφαγεῖον
σφαγεύς
σφαγή
σφαγιάζω
View word page
συ-σφάζομαι
συ-σφάζομαιpass.vb of a personbe slaughtered togetherw.dat.w. someoneE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συσφάζομαι
Headword (normalized):
συσφάζομαι
Headword (normalized/stripped):
συσφαζομαι
IDX:
38901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38902
Key:
συσφάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>συ-σφάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συ-σφάζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>be slaughtered together</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>E.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συσφάζομαι'}