Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποσῴζω
ἀπότακτος
ἀποτάμνω
ἀποτάσσω
ἀποταυρόομαι
ἀποταφρεύω
ἀποτείνυμαι
ἀποτείνω
ἀποτειστέον
ἀποτειχίζω
ἀποτείχισις
ἀποτείχισμα
ἀποτειχισμός
ἀποτεκμαίρομαι
ἀποτέλειος
ἀποτέλεσμα
ἀποτελευτάω
ἀποτελεύτησις
ἀποτελέω
ἀποτέμνω
ἀπότευξις
View word page
ἀποτείχισις
ἀποτείχισιςεωςf blockadingw.gen.of an enemy cityTh.

ShortDef

the walling off a town, blockading

Debugging

Headword:
ἀποτείχισις
Headword (normalized):
ἀποτείχισις
Headword (normalized/stripped):
αποτειχισις
IDX:
388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-389
Key:
ἀποτείχισις

Data

{'headword_display': '<b>ἀποτείχισις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀποτείχισις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>blockading<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of an enemy city</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀποτείχισις'}