Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
σύστομος
συστρατείᾱ
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύω
σύστρεμμα
συστρέφω
συστροφή
συσφάζομαι
συσχολάζω
σύτο
σῦφαρ
συφεός
συφορβός
συχνός
σφαγεῖον
View word page
σύστρεμμα
σύστρεμμαατοςnσυστρέφω tight group, close bodyof soldiersPlb.mêléepressureof combatantsPlb.

ShortDef

anything twisted up together: a body of men, a crowd, concourse

Debugging

Headword:
σύστρεμμα
Headword (normalized):
σύστρεμμα
Headword (normalized/stripped):
συστρεμμα
IDX:
38898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38899
Key:
σύστρεμμα

Data

{'headword_display': '<b>σύστρεμμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σύστρεμμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>συστρέφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>tight group, close body<Expl>of soldiers</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1><nS1><Tr>mêlée<or/>pressure<Expl>of combatants</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σύστρεμμα'}