Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συστοιχίᾱ
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
σύστομος
συστρατείᾱ
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύω
σύστρεμμα
συστρέφω
συστροφή
συσφάζομαι
συσχολάζω
σύτο
σῦφαρ
συφεός
συφορβός
συχνός
View word page
συ-στρατοπεδεύω
συ-στρατοπεδεύωξυ-vb of armiescamp togetherX.mid. Plb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συστρατοπεδεύω
Headword (normalized):
συστρατοπεδεύω
Headword (normalized/stripped):
συστρατοπεδευω
IDX:
38897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38898
Key:
συστρατοπεδεύω

Data

{'headword_display': '<b>συ-στρατοπεδεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συ-στρατοπεδεύω<VL><FmHL>ξυ-</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of armies</Indic><Tr>camp together</Tr><Au>X.<LblR>mid.</LblR> Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συστρατοπεδεύω'}