Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συστοιχέω
συστοιχίᾱ
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
σύστομος
συστρατείᾱ
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύω
σύστρεμμα
συστρέφω
συστροφή
συσφάζομαι
συσχολάζω
σύτο
σῦφαρ
συφεός
συφορβός
View word page
συ-στρατιώτης
συ-στρατιώτηςουm fellow soldierPl. X. Is. Arist. Plu.

ShortDef

a fellow-soldier

Debugging

Headword:
συστρατιώτης
Headword (normalized):
συστρατιώτης
Headword (normalized/stripped):
συστρατιωτης
IDX:
38896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38897
Key:
συστρατιώτης

Data

{'headword_display': '<b>συ-στρατιώτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συ-στρατιώτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>fellow soldier</Tr><Au>Pl. X. Is. Arist. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συστρατιώτης'}