Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύστημα
συστήσω
συστοιχέω
συστοιχίᾱ
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
σύστομος
συστρατείᾱ
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύω
σύστρεμμα
συστρέφω
συστροφή
συσφάζομαι
συσχολάζω
σύτο
σῦφαρ
View word page
συστρατηγέω
συστρατηγέωcontr.vbσυστράτηγος milit.be in joint commandsts. w.dat.w. someoneD. Plu.fig., of FortunePlu.

ShortDef

to be the fellow-general of

Debugging

Headword:
συστρατηγέω
Headword (normalized):
συστρατηγέω
Headword (normalized/stripped):
συστρατηγεω
IDX:
38894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38895
Key:
συστρατηγέω

Data

{'headword_display': '<b>συστρατηγέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συστρατηγέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>συστράτηγος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>milit.</Indic><Tr>be in joint command<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Au>D. Plu.</Au><vS2><Indic>fig., of Fortune</Indic><Au>Plu.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συστρατηγέω'}