Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συστεφανόομαι
σύστημα
συστήσω
συστοιχέω
συστοιχίᾱ
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
σύστομος
συστρατείᾱ
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύω
σύστρεμμα
συστρέφω
συστροφή
συσφάζομαι
συσχολάζω
σύτο
View word page
συ-στρατεύω
συ-στρατεύωξυ-vb act. and mid., of soldiers, commandersgo on campaign together, serve togethersts. w.dat.w. someoneHdt. Th. Att.orats. Pl. X.

ShortDef

to make a campaign

Debugging

Headword:
συστρατεύω
Headword (normalized):
συστρατεύω
Headword (normalized/stripped):
συστρατευω
IDX:
38893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38894
Key:
συστρατεύω

Data

{'headword_display': '<b>συ-στρατεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συ-στρατεύω<VL><FmHL>ξυ-</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>act. and mid., of soldiers, commanders</Indic><Tr>go on campaign together, serve together<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Au>Hdt. Th. Att.orats. Pl. X.<NBPlus/></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συστρατεύω'}