Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συστεφανηφορέω
συστεφανόομαι
σύστημα
συστήσω
συστοιχέω
συστοιχίᾱ
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
σύστομος
συστρατείᾱ
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύω
σύστρεμμα
συστρέφω
συστροφή
συσφάζομαι
συσχολάζω
View word page
συστρατείᾱ
συστρατείᾱᾱςfσυστρατεύω partnershipw. someonein an expeditionX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συστρατείᾱ
Headword (normalized):
συστρατείᾱ
Headword (normalized/stripped):
συστρατεια
IDX:
38892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38893
Key:
συστρατείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>συστρατείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συστρατείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>συστρατεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>partnership<Prnth>w. someone</Prnth>in an expedition</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συστρατείᾱ'}