Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συστένω
συστεφανηφορέω
συστεφανόομαι
σύστημα
συστήσω
συστοιχέω
συστοιχίᾱ
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
σύστομος
συστρατείᾱ
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύω
σύστρεμμα
συστρέφω
συστροφή
συσφάζομαι
View word page
σύ-στομος
σύ-στομοςunlessσύνστομοςονadjστόμα of a personwith closed mouthtight-lippedMen.

ShortDef

with a narrow mouth

Debugging

Headword:
σύστομος
Headword (normalized):
σύστομος
Headword (normalized/stripped):
συστομος
IDX:
38891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38892
Key:
σύστομος

Data

{'headword_display': '<b>σύ-στομος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σύ-στομος<VL><Lbl>unless</Lbl><FmHL>σύνστομος</FmHL></VL></HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στόμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Def>with closed mouth</Def><Tr>tight-lipped</Tr><Au>Men.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σύστομος'}