Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συστενάζω
συστένω
συστεφανηφορέω
συστεφανόομαι
σύστημα
συστήσω
συστοιχέω
συστοιχίᾱ
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
σύστομος
συστρατείᾱ
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύω
σύστρεμμα
συστρέφω
συστροφή
View word page
συ-στολίζω
συ-στολίζωvb make upby weavingfabricatefine robesE.

ShortDef

to put together, fabricate

Debugging

Headword:
συστολίζω
Headword (normalized):
συστολίζω
Headword (normalized/stripped):
συστολιζω
IDX:
38890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38891
Key:
συστολίζω

Data

{'headword_display': '<b>συ-στολίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συ-στολίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Def>make up<Expl>by weaving</Expl></Def><Tr>fabricate</Tr><Obj>fine robes<Au>E.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συστολίζω'}