Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συστέλλω
συστενάζω
συστένω
συστεφανηφορέω
συστεφανόομαι
σύστημα
συστήσω
συστοιχέω
συστοιχίᾱ
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
σύστομος
συστρατείᾱ
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύω
σύστρεμμα
συστρέφω
View word page
συστολή
συστολήῆςfσυστέλλω reduction, curtailmentof honoursPlu. thriftinessPlb.

ShortDef

a drawing together, contraction, limitation

Debugging

Headword:
συστολή
Headword (normalized):
συστολή
Headword (normalized/stripped):
συστολη
IDX:
38889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38890
Key:
συστολή

Data

{'headword_display': '<b>συστολή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συστολή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>συστέλλω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>reduction, curtailment<Expl>of honours</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1> <nS1><Tr>thriftiness</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συστολή'}