Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συστασιάζω
σύστασις
συστασιώτης
συστατικός
συσταυρόομαι
συστεγάζω
συστέλλω
συστενάζω
συστένω
συστεφανηφορέω
συστεφανόομαι
σύστημα
συστήσω
συστοιχέω
συστοιχίᾱ
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
σύστομος
συστρατείᾱ
συστρατεύω
View word page
συ-στεφανόομαι
συ-στεφανόομαιpass.contr.vb wear a garland togetherw.dat.w. someoneD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συστεφανόομαι
Headword (normalized):
συστεφανόομαι
Headword (normalized/stripped):
συστεφανοομαι
IDX:
38883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38884
Key:
συστεφανόομαι

Data

{'headword_display': '<b>συ-στεφανόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συ-στεφανόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>wear a garland together</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>D.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συστεφανόομαι'}