Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συσταθήσομαι
συστασιάζω
σύστασις
συστασιώτης
συστατικός
συσταυρόομαι
συστεγάζω
συστέλλω
συστενάζω
συστένω
συστεφανηφορέω
συστεφανόομαι
σύστημα
συστήσω
συστοιχέω
συστοιχίᾱ
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
σύστομος
συστρατείᾱ
View word page
συ-στεφανηφορέω
συ-στεφανηφορέωcontr.vb wear a garland togetherw.dat.w. someoneScol.

ShortDef

wear a crown with

Debugging

Headword:
συστεφανηφορέω
Headword (normalized):
συστεφανηφορέω
Headword (normalized/stripped):
συστεφανηφορεω
IDX:
38882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38883
Key:
συστεφανηφορέω

Data

{'headword_display': '<b>συ-στεφανηφορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συ-στεφανηφορέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>wear a garland together</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Scol.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συστεφανηφορέω'}