Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συσταδόν
συσταθεύω
συσταθήσομαι
συστασιάζω
σύστασις
συστασιώτης
συστατικός
συσταυρόομαι
συστεγάζω
συστέλλω
συστενάζω
συστένω
συστεφανηφορέω
συστεφανόομαι
σύστημα
συστήσω
συστοιχέω
συστοιχίᾱ
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
View word page
συ-στενάζω
συ-στενάζωvb lament together, share in sorroww.dat.w. someoneE.

ShortDef

to lament with

Debugging

Headword:
συστενάζω
Headword (normalized):
συστενάζω
Headword (normalized/stripped):
συστεναζω
IDX:
38880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38881
Key:
συστενάζω

Data

{'headword_display': '<b>συ-στενάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συ-στενάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>lament together, share in sorrow</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>E.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συστενάζω'}