Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμέλεια
ἀμελετησίᾱ
ἀμελέτητος
ἀμελέω
ἀμελής
ἀμέλητος
ἀμελίᾱ
ἀμελλήτως
ἄμελξις
ἄμεμπτος
ἀμεμφείᾱ
ἀμεμφής
ᾱ̓́μεναι
ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμενής
ᾱ̔μέρᾱ
ἀμέργω
ἀμέρδω
ἀμερής
ἀμερίμνητος
View word page
ἀμεμφείᾱ
ἀμεμφείᾱᾱςfἀμεμφής freedom from blameA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμεμφείᾱ
Headword (normalized):
ἀμεμφείᾱ
Headword (normalized/stripped):
αμεμφεια
IDX:
3887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3888
Key:
ἀμεμφείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀμεμφείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀμεμφείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀμεμφής</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>freedom from blame</Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀμεμφείᾱ'}