Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συσσῴζω
συσσωφρονέω
συστάδες
συσταδόν
συσταθεύω
συσταθήσομαι
συστασιάζω
σύστασις
συστασιώτης
συστατικός
συσταυρόομαι
συστεγάζω
συστέλλω
συστενάζω
συστένω
συστεφανηφορέω
συστεφανόομαι
σύστημα
συστήσω
συστοιχέω
συστοιχίᾱ
View word page
συ-σταυρόομαι
συ-σταυρόομαιpass.contr.vb be crucified together w.dat.σύν + dat.w. someoneNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συσταυρόομαι
Headword (normalized):
συσταυρόομαι
Headword (normalized/stripped):
συσταυροομαι
IDX:
38877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38878
Key:
συσταυρόομαι

Data

{'headword_display': '<b>συ-σταυρόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συ-σταυρόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be crucified together</Tr> <Cmpl><GLbl>w.dat.<or/><Ref>σύν</Ref> + dat.</GLbl>w. someone<Au>NT.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συσταυρόομαι'}