Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συσσῡκοφαντέω
συσσῴζω
συσσωφρονέω
συστάδες
συσταδόν
συσταθεύω
συσταθήσομαι
συστασιάζω
σύστασις
συστασιώτης
συστατικός
συσταυρόομαι
συστεγάζω
συστέλλω
συστενάζω
συστένω
συστεφανηφορέω
συστεφανόομαι
σύστημα
συστήσω
συστοιχέω
View word page
συστατικός
συστατικόςή όνadjσυνίστημιof good lookscapable of bringing people togetherconducive to familiarityPlb.

ShortDef

introductory

Debugging

Headword:
συστατικός
Headword (normalized):
συστατικός
Headword (normalized/stripped):
συστατικος
IDX:
38876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38877
Key:
συστατικός

Data

{'headword_display': '<b>συστατικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συστατικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>συνίστημι</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of good looks</Indic><Def>capable of bringing people together</Def><Tr>conducive to familiarity</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'συστατικός'}