Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συσσῑτέω
συσσῑ́τησις
συσσῑτίᾱ
συσσῑ́τιον
σύσσῑτος
συσσῡκοφαντέω
συσσῴζω
συσσωφρονέω
συστάδες
συσταδόν
συσταθεύω
συσταθήσομαι
συστασιάζω
σύστασις
συστασιώτης
συστατικός
συσταυρόομαι
συστεγάζω
συστέλλω
συστενάζω
συστένω
View word page
συ-σταθεύω
συ-σταθεύωξυ-vb fig., of a personhelp to grillroastsomeoneby causing sexual frustrationAr.

ShortDef

help to roast

Debugging

Headword:
συσταθεύω
Headword (normalized):
συσταθεύω
Headword (normalized/stripped):
συσταθευω
IDX:
38871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38872
Key:
συσταθεύω

Data

{'headword_display': '<b>συ-σταθεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συ-σταθεύω<VL><FmHL>ξυ-</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>fig., of a person</Indic><Tr>help to grill<or/>roast</Tr><Obj>someone<Expl>by causing sexual frustration</Expl><Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συσταθεύω'}