Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συσκιάζω
σύσκιος
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκυθρωπάζω
συσπαράσσω
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράομαι
συσπένδω
συσπεύδω
συσπλαγχνεύω
συσπουδάζω
συσσαίνομαι
συσσημαίνομαι
σύσσημος
συσσῑτέω
συσσῑ́τησις
συσσῑτίᾱ
συσσῑ́τιον
σύσσῑτος
View word page
συ-σπεύδω
συ-σπεύδωvb cooperate eagerlyw.dat.w. someonew.acc. + inf.in the achievement of some resultHdt.

ShortDef

to assist zealously

Debugging

Headword:
συσπεύδω
Headword (normalized):
συσπεύδω
Headword (normalized/stripped):
συσπευδω
IDX:
38855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38856
Key:
συσπεύδω

Data

{'headword_display': '<b>συ-σπεύδω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συ-σπεύδω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>cooperate eagerly</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Expl><GLbl>w.acc. + inf.</GLbl>in the achievement of some result</Expl><Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συσπεύδω'}