Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύσκηνος
συσκηνόω
συσκιάζω
σύσκιος
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκυθρωπάζω
συσπαράσσω
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράομαι
συσπένδω
συσπεύδω
συσπλαγχνεύω
συσπουδάζω
συσσαίνομαι
συσσημαίνομαι
σύσσημος
συσσῑτέω
συσσῑ́τησις
συσσῑτίᾱ
View word page
συ-σπειράομαι
συ-σπειράομαιpass.contr.vbσπεῖρα of soldiersform into a compact body, close upX. Plu. fig., of a persondraw in on oneselfbecome withdrawnPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συσπειράομαι
Headword (normalized):
συσπειράομαι
Headword (normalized/stripped):
συσπειραομαι
IDX:
38853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38854
Key:
συσπειράομαι

Data

{'headword_display': '<b>συ-σπειράομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συ-σπειράομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>σπεῖρα</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of soldiers</Indic><Tr>form into a compact body, close up</Tr><Au>X. Plu.</Au> </vS1> <vS1><Indic>fig., of a person</Indic><Def>draw in on oneself</Def><Tr>become withdrawn</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συσπειράομαι'}