Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συσκηνίᾱ
συσκήνια
σύσκηνος
συσκηνόω
συσκιάζω
σύσκιος
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκυθρωπάζω
συσπαράσσω
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράομαι
συσπένδω
συσπεύδω
συσπλαγχνεύω
συσπουδάζω
συσσαίνομαι
συσσημαίνομαι
σύσσημος
συσσῑτέω
View word page
σύσπαστος
σύσπαστοςονadjσυσπάω pulled togetherof a purseshut by a draw-stringPl.

ShortDef

drawn together, closed by drawing together

Debugging

Headword:
σύσπαστος
Headword (normalized):
σύσπαστος
Headword (normalized/stripped):
συσπαστος
IDX:
38851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38852
Key:
σύσπαστος

Data

{'headword_display': '<b>σύσπαστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σύσπαστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>συσπάω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>pulled together</Def><aS2><Indic>of a purse</Indic><Tr>shut by a draw-string</Tr><Au>Pl.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'σύσπαστος'}