Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συσκηνήτρια
συσκηνίᾱ
συσκήνια
σύσκηνος
συσκηνόω
συσκιάζω
σύσκιος
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκυθρωπάζω
συσπαράσσω
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράομαι
συσπένδω
συσπεύδω
συσπλαγχνεύω
συσπουδάζω
συσσαίνομαι
συσσημαίνομαι
σύσσημος
View word page
συ-σπαράσσω
συ-σπαράσσωvb of an evil spiritconvulsesomeoneNT.

ShortDef

to tear in pieces

Debugging

Headword:
συσπαράσσω
Headword (normalized):
συσπαράσσω
Headword (normalized/stripped):
συσπαρασσω
IDX:
38850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38851
Key:
συσπαράσσω

Data

{'headword_display': '<b>συ-σπαράσσω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συ-σπαράσσω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of an evil spirit</Indic><Tr>convulse</Tr><Obj>someone<Au>NT.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συσπαράσσω'}