Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄμειψις
ἀμέλγω
ἀμέλει
ἀμέλεια
ἀμελετησίᾱ
ἀμελέτητος
ἀμελέω
ἀμελής
ἀμέλητος
ἀμελίᾱ
ἀμελλήτως
ἄμελξις
ἄμεμπτος
ἀμεμφείᾱ
ἀμεμφής
ᾱ̓́μεναι
ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμενής
ᾱ̔μέρᾱ
ἀμέργω
View word page
ἀμελλήτως
ἀμελλήτωςadvprivatv.prfx.,μέλλω without hesitationPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμελλήτως
Headword (normalized):
ἀμελλήτως
Headword (normalized/stripped):
αμελλητως
IDX:
3884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3885
Key:
ἀμελλήτως

Data

{'headword_display': '<b>ἀμελλήτως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἀμελλήτως</HL><PS>adv</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>μέλλω</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>without hesitation</Tr><Au>Plb.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ἀμελλήτως'}