Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συσκεδάννῡμι
συσκεπτέον
συσκευάζω
συσκευασίᾱ
συσκευοφορέω
συσκευωρέομαι
συσκηνέω
συσκηνήτρια
συσκηνίᾱ
συσκήνια
σύσκηνος
συσκηνόω
συσκιάζω
σύσκιος
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκυθρωπάζω
συσπαράσσω
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράομαι
View word page
σύ-σκηνος
σύ-σκηνοςξύ-ουmσκηνή one who shares a tenttentmatemessmateTh. Lys. X. Plu.

ShortDef

one who lives in the same tent, a messmate

Debugging

Headword:
σύσκηνος
Headword (normalized):
σύσκηνος
Headword (normalized/stripped):
συσκηνος
IDX:
38843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38844
Key:
σύσκηνος

Data

{'headword_display': '<b>σύ-σκηνος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σύ-σκηνος<VL><FmHL>ξύ-</FmHL></VL></HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>σκηνή</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who shares a tent</Def><Tr>tentmate<or/>messmate</Tr><Au>Th. Lys. X. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σύσκηνος'}