Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σῡ́ρω
σῦς
συσκεδάννῡμι
συσκεπτέον
συσκευάζω
συσκευασίᾱ
συσκευοφορέω
συσκευωρέομαι
συσκηνέω
συσκηνήτρια
συσκηνίᾱ
συσκήνια
σύσκηνος
συσκηνόω
συσκιάζω
σύσκιος
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκυθρωπάζω
συσπαράσσω
σύσπαστος
View word page
συσκηνίᾱ
συσκηνίᾱᾱςfsharing of a tentshared quartersX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συσκηνίᾱ
Headword (normalized):
συσκηνίᾱ
Headword (normalized/stripped):
συσκηνια
IDX:
38841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38842
Key:
συσκηνίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>συσκηνίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συσκηνίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Def>sharing of a tent</Def><nS2><Tr>shared quarters</Tr><Au>X.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'συσκηνίᾱ'}