Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συρφετός
συρφετώδης
σῡ́ρω
σῦς
συσκεδάννῡμι
συσκεπτέον
συσκευάζω
συσκευασίᾱ
συσκευοφορέω
συσκευωρέομαι
συσκηνέω
συσκηνήτρια
συσκηνίᾱ
συσκήνια
σύσκηνος
συσκηνόω
συσκιάζω
σύσκιος
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκυθρωπάζω
View word page
συσκηνέω
συσκηνέω
alsoσυσκηνόω
contr.vbσύσκηνος
share a tent, be quartered togethersts. w.dat.w. someoneX. Plu. dine together regularlyX.

ShortDef

be in the same tent/mess/ship berth

Debugging

Headword:
συσκηνέω
Headword (normalized):
συσκηνέω
Headword (normalized/stripped):
συσκηνεω
IDX:
38839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38840
Key:
συσκηνέω

Data

{'headword_display': '<b>συσκηνέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συσκηνέω</HL><DL><Lbl>also</Lbl><FmHL>συσκηνόω</FmHL></DL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>σύσκηνος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>share a tent, be quartered together<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Au>X. Plu.</Au> </vS1> <vS1><Tr>dine together regularly</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συσκηνέω'}