Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Σύρτις
σύρφᾱξ
συρφετός
συρφετώδης
σῡ́ρω
σῦς
συσκεδάννῡμι
συσκεπτέον
συσκευάζω
συσκευασίᾱ
συσκευοφορέω
συσκευωρέομαι
συσκηνέω
συσκηνήτρια
συσκηνίᾱ
συσκήνια
σύσκηνος
συσκηνόω
συσκιάζω
σύσκιος
συσκοπέω
View word page
συ-σκευοφορέω
συ-σκευοφορέωcontr.vb help to carry baggageX.

ShortDef

carry baggage together

Debugging

Headword:
συσκευοφορέω
Headword (normalized):
συσκευοφορέω
Headword (normalized/stripped):
συσκευοφορεω
IDX:
38837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38838
Key:
συσκευοφορέω

Data

{'headword_display': '<b>συ-σκευοφορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συ-σκευοφορέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help to carry baggage</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συσκευοφορέω'}