Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύρτις
Σύρτις
σύρφᾱξ
συρφετός
συρφετώδης
σῡ́ρω
σῦς
συσκεδάννῡμι
συσκεπτέον
συσκευάζω
συσκευασίᾱ
συσκευοφορέω
συσκευωρέομαι
συσκηνέω
συσκηνήτρια
συσκηνίᾱ
συσκήνια
σύσκηνος
συσκηνόω
συσκιάζω
σύσκιος
View word page
συσκευασίᾱ
συσκευασίᾱᾱςf packing upof baggageX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συσκευασίᾱ
Headword (normalized):
συσκευασίᾱ
Headword (normalized/stripped):
συσκευασια
IDX:
38836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38837
Key:
συσκευασίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>συσκευασίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συσκευασίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>packing up<Expl>of baggage</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συσκευασίᾱ'}