Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύρρους
σύρρυσις
σύρτις
Σύρτις
σύρφᾱξ
συρφετός
συρφετώδης
σῡ́ρω
σῦς
συσκεδάννῡμι
συσκεπτέον
συσκευάζω
συσκευασίᾱ
συσκευοφορέω
συσκευωρέομαι
συσκηνέω
συσκηνήτρια
συσκηνίᾱ
συσκήνια
σύσκηνος
συσκηνόω
View word page
συ-σκεπτέον
συ-σκεπτέονneut.impers.vbl.adjσκέπτομαι it is necessary to investigate togetherPl.

ShortDef

one must consider

Debugging

Headword:
συσκεπτέον
Headword (normalized):
συσκεπτέον
Headword (normalized/stripped):
συσκεπτεον
IDX:
38834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38835
Key:
συσκεπτέον

Data

{'headword_display': '<b>συ-σκεπτέον</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συ-σκεπτέον</HL><PS>neut.impers.vbl.adj</PS><Ety><Ref>σκέπτομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>it is necessary to investigate together</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'συσκεπτέον'}