Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συρρέω
συρρήγνῡμι
συρροή
σύρροια
σύρρους
σύρρυσις
σύρτις
Σύρτις
σύρφᾱξ
συρφετός
συρφετώδης
σῡ́ρω
σῦς
συσκεδάννῡμι
συσκεπτέον
συσκευάζω
συσκευασίᾱ
συσκευοφορέω
συσκευωρέομαι
συσκηνέω
συσκηνήτρια
View word page
συρφετώδης
συρφετώδηςεςadjof a crowdrag-tagPlb.

ShortDef

jumbled together, promiscuous

Debugging

Headword:
συρφετώδης
Headword (normalized):
συρφετώδης
Headword (normalized/stripped):
συρφετωδης
IDX:
38830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38831
Key:
συρφετώδης

Data

{'headword_display': '<b>συρφετώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συρφετώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a crowd</Indic><Tr>rag-tag</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'συρφετώδης'}