Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμειξίᾱ
ἀμείρω
ἄμειψις
ἀμέλγω
ἀμέλει
ἀμέλεια
ἀμελετησίᾱ
ἀμελέτητος
ἀμελέω
ἀμελής
ἀμέλητος
ἀμελίᾱ
ἀμελλήτως
ἄμελξις
ἄμεμπτος
ἀμεμφείᾱ
ἀμεμφής
ᾱ̓́μεναι
ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμενής
View word page
ἀμέλητος
ἀμέλητοςονadj of thingsnot of concernThgn.

ShortDef

not to be cared for

Debugging

Headword:
ἀμέλητος
Headword (normalized):
ἀμέλητος
Headword (normalized/stripped):
αμελητος
IDX:
3882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3883
Key:
ἀμέλητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀμέλητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀμέλητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>not of concern</Tr><Au>Thgn.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀμέλητος'}