Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συρρᾱ́σσω
συρρέπω
συρρέω
συρρήγνῡμι
συρροή
σύρροια
σύρρους
σύρρυσις
σύρτις
Σύρτις
σύρφᾱξ
συρφετός
συρφετώδης
σῡ́ρω
σῦς
συσκεδάννῡμι
συσκεπτέον
συσκευάζω
συσκευασίᾱ
συσκευοφορέω
συσκευωρέομαι
View word page
σύρφᾱξ
σύρφᾱξᾱκοςmσυρφετός rubbish, litter, scumref. to the populaceAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύρφᾱξ
Headword (normalized):
σύρφᾱξ
Headword (normalized/stripped):
συρφαξ
IDX:
38828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38829
Key:
σύρφᾱξ

Data

{'headword_display': '<b>σύρφᾱξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σύρφᾱξ</HL><Infl>ᾱκος</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>συρφετός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>rubbish, litter, scum<Expl>ref. to the populace</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σύρφᾱξ'}