Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συρμαΐζω
συρμός
Σύροι
σύρρᾱξις
συρράπτω
συρρᾱ́σσω
συρρέπω
συρρέω
συρρήγνῡμι
συρροή
σύρροια
σύρρους
σύρρυσις
σύρτις
Σύρτις
σύρφᾱξ
συρφετός
συρφετώδης
σῡ́ρω
σῦς
συσκεδάννῡμι
View word page
σύρροια
σύρροιαᾱςf confluencew.gen.of riversPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύρροια
Headword (normalized):
σύρροια
Headword (normalized/stripped):
συρροια
IDX:
38823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38824
Key:
σύρροια

Data

{'headword_display': '<b>σύρροια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σύρροια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>confluence<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of rivers</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σύρροια'}