Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συρμαίᾱ
συρμαΐζω
συρμός
Σύροι
σύρρᾱξις
συρράπτω
συρρᾱ́σσω
συρρέπω
συρρέω
συρρήγνῡμι
συρροή
σύρροια
σύρρους
σύρρυσις
σύρτις
Σύρτις
σύρφᾱξ
συρφετός
συρφετώδης
σῡ́ρω
σῦς
View word page
συρροή
συρροήῆςfσυρρέω confluencew.gen.of fluids in the bodyPlu.

ShortDef

conflux

Debugging

Headword:
συρροή
Headword (normalized):
συρροή
Headword (normalized/stripped):
συρροη
IDX:
38822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38823
Key:
συρροή

Data

{'headword_display': '<b>συρροή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συρροή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>συρρέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>confluence<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of fluids in the body</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συρροή'}