Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σῡρίζω
Συριηγενής
σῡρικτᾱ́ς
Σύριος
Συριστί
σῡρίττω
συρμαίᾱ
συρμαΐζω
συρμός
Σύροι
σύρρᾱξις
συρράπτω
συρρᾱ́σσω
συρρέπω
συρρέω
συρρήγνῡμι
συρροή
σύρροια
σύρρους
σύρρυσις
σύρτις
View word page
σύρρᾱξις
σύρρᾱξιςεωςfσυρρᾱ́σσω clashof opposing armiesPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύρρᾱξις
Headword (normalized):
σύρρᾱξις
Headword (normalized/stripped):
συρραξις
IDX:
38816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38817
Key:
σύρρᾱξις

Data

{'headword_display': '<b>σύρρᾱξις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σύρρᾱξις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>συρρᾱ́σσω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>clash<Expl>of opposing armies</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σύρρᾱξις'}