Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σῡριγμός
σῦριγξ
σῡρίζω
Συριηγενής
σῡρικτᾱ́ς
Σύριος
Συριστί
σῡρίττω
συρμαίᾱ
συρμαΐζω
συρμός
Σύροι
σύρρᾱξις
συρράπτω
συρρᾱ́σσω
συρρέπω
συρρέω
συρρήγνῡμι
συρροή
σύρροια
σύρρους
View word page
συρμός
συρμόςοῦmσῡ́ρω trailleft by a snakePlu.

ShortDef

any lengthened sweeping motion

Debugging

Headword:
συρμός
Headword (normalized):
συρμός
Headword (normalized/stripped):
συρμος
IDX:
38814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38815
Key:
συρμός

Data

{'headword_display': '<b>συρμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συρμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>σῡ́ρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>trail<Expl>left by a snake</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συρμός'}