Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σῡ́ριγμα
σῡριγμός
σῦριγξ
σῡρίζω
Συριηγενής
σῡρικτᾱ́ς
Σύριος
Συριστί
σῡρίττω
συρμαίᾱ
συρμαΐζω
συρμός
Σύροι
σύρρᾱξις
συρράπτω
συρρᾱ́σσω
συρρέπω
συρρέω
συρρήγνῡμι
συρροή
σύρροια
View word page
συρμαΐζω
συρμαΐζωvb use a purgativeHdt.

ShortDef

take an emetic

Debugging

Headword:
συρμαΐζω
Headword (normalized):
συρμαΐζω
Headword (normalized/stripped):
συρμαιζω
IDX:
38813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38814
Key:
συρμαΐζω

Data

{'headword_display': '<b>συρμαΐζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συρμαΐζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>use a purgative</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συρμαΐζω'}