Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύρδην
Συρίᾱ
σῡ́ριγμα
σῡριγμός
σῦριγξ
σῡρίζω
Συριηγενής
σῡρικτᾱ́ς
Σύριος
Συριστί
σῡρίττω
συρμαίᾱ
συρμαΐζω
συρμός
Σύροι
σύρρᾱξις
συρράπτω
συρρᾱ́σσω
συρρέπω
συρρέω
συρρήγνῡμι
View word page
σῡρίττω
σῡρίττωAtt.vbseeσῡρίζω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σῡρίττω
Headword (normalized):
σῡρίττω
Headword (normalized/stripped):
συριττω
IDX:
38811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38812
Key:
σῡρίττω

Data

{'headword_display': '<b>σῡρίττω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σῡρίττω</HL><PS>Att.vb</PS></HG><XR>see<Ref>σῡρίζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σῡρίττω'}